- κατανίπτω
- κατανίπτω (Α)κατανίζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + νίπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάνιμμα — κατάνιμμα, τὸ (Α) [κατανίπτω] το νερό που χύνεται για νίψιμο («ἐθεράπευον τὸ σῶμα διά... κατανιμμάτων», Αθήν.) … Dictionary of Greek
κατανίπτης — κατανίπτης, ὁ (Α) [κατανίπτω] (στην Αθήνα) ονομασία εκείνου που έπλενε τα κάτω μέρη τού πέπλου τής Πολιάδος Αθηνάς … Dictionary of Greek